Η σημασία των βιοχημικών εξετάσεων στους αθλητές!

Η εξέταση αίματος και οι βιοχημικές εξετάσεις είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος για να μάθει κανείς πόσο καλή είναι η φυσική κατάσταση των αθλητών. Οι βιοχημικές εξετάσεις στις οποίες υποβάλλονται οι αθλητές αποβλέπουν στην προάσπιση της υγείας και στην αξιολόγηση της φυσικής τους κατάστασης.

της Δρ. Εβελίνα Χαριδήμου

Η βιοχημική παρακολούθηση των αθλητών θα πρέπει να είναι τακτική και προγραμματισμένη. Συνήθως συστήνεται ανά τρίμηνο μέχρι και εξάμηνο ή ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε αθλητή και το προπονητικό φορτίο. Για παράδειγμα συστήνεται να γίνονται σε περιόδους προετοιμασίας, αλλά και αγωνιστικής περιόδου. Κάποιες βιοχημικές εξετάσεις θα πρέπει επίσης να γίνονται πριν, κατά τη διάρκεια αλλά και μετά την άσκηση.

Οι πιο σημαντικές βιοχημικές εξετάσεις

Η γαλακτική αφυδρογονάση (LDH ή LD) είναι το ένζυμο που καταλύει τη μετατροπή του γαλακτικού οξέος σε πυροσταφυλικό και βρίσκεται άφθονη στους μύες και ήπαρ. Θεωρείται δείκτης μυϊκής βλάβης, αλλά δεν είναι τόσο αξιόπιστη γιατί αυξάνεται σχετικά λίγο μετά από άσκηση.

Η Γ-γλουταμυλοτρανσφεράση (γ-GT) είναι ένζυμο που βρίσκεται στο ήπαρ και αυξάνεται σε παθήσεις του ήπατος. Επειδή δεν επηρεάζεται από την άσκηση, θεωρείται ακριβέστερος δείκτης ηπατικής βλάβης σε αθλητές.

Ο κορεσμός τρανσφερίνης, (TIBC) μας δείχνει πόσο κορεσμένο είναι το σύστημα μεταφοράς σιδήρου στον ορό. Μας χρησιμεύει γιατί μας δείχνει την επάρκεια σιδήρου στον οργανισμού του αθλητή. Ο Αιματοκρίτης, ο οποίος είναι ο όγκος των ερυθροκυττάρων ως ποσοστό του συνολικού όγκου του αίματος και η αιμοσφαιρίνη, η πρωτεΐνη που μεταφέρει το οξυγόνο του αίματος, σχετίζονται θετικά με την αερόβια ικανότητα. Η φερριτίνη η οποία είναι πρωτεΐνη που αποθηκεύει σίδηρο, χρησιμεύει στην εκτίμηση της μακροπρόθεσμης επαρκούς ή ανεπαρκούς πρόσληψης σιδήρου.

Η κορτιζόλη είναι μία στεροειδής ορμόνη που αυξάνεται σε καταστάσεις άγχους και προκαλεί πρωτεϊνόλυση στους μύες. Για τους αθλητές χρησιμεύει ως δείκτης ισορροπίας καταβολικών και αναβολικών διαδικασιών στο μυϊκό ιστό, ως δείκτης ανταπόκρισης του αθλητή στο προπονητικό φορτίο και πιθανώς του συνδρόμου υπερπροπόνησης.

Η κρεατινική κινάση (CK ή CPK) είναι ένζυμο που συμμετέχει στην έντονη άσκηση και μας δείχνει μυϊκή βλάβη, για την ακρίβεια καταστροφή μυϊκών ινών. Για τους αθλητές χρησιμεύει στην εκτίμηση της προπονητικής επιβάρυνσης και στην αποφυγή πιθανών υπερβολών της, ή άλλων προβλημάτων όπως η αφυδάτωση.

Η τεστοστερόνη, μία στεροειδής ορμόνη, δείχνει και αυτή το σύνδρομο της υπερπροπόνησης.

Τέλος να τονίσουμε ότι η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων θα πρέπει να γίνεται από εξειδικευμένους επιστήμονες και συγκεκριμένα γιατρούς, βιοχημικούς και διαιτολόγους- διατροφολόγους που εξειδικεύτηκαν σε αθλητές.

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *